ορειβάτης

ορειβάτης
ο альпинист

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ορειβάτης" в других словарях:

  • ὀρειβάτης — mountain ranging masc nom sg ὀρειβατέω traverse mountains imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορειβάτης — ο, θηλ. ορειβάτις και ορειβάτισσα (ΑΜ ὀρειβάτης, Α και ὀρειβάτης και ὀρεοβάτης και ὀριβάτης καί ὀρεσσιβάτης, ποιητ. τ. οὐριβάτας, Μ θηλ. ὀρειβάτις, ιδος) νεοελλ. αυτός που επιδίδεται στην ορειβασία, αλπινιστής μσν. αρχ. αυτός που περιπλανιέται… …   Dictionary of Greek

  • ορειβάτης — ο αυτός που ανεβαίνει στα βουνά, που επιδίδεται στην ορειβασία: Πέντε ορειβάτες χάθηκαν στον Όλυμπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀρειβάτην — ὀρειβάτης mountain ranging masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορειβάσια — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… …   Dictionary of Greek

  • ορειβασία — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… …   Dictionary of Greek

  • ὀρειβάτα — ὀρειβάτᾱ , ὀρειβάτης mountain ranging masc nom/voc/acc dual ὀρειβάτης mountain ranging masc voc sg ὀρειβάτᾱ , ὀρειβάτης mountain ranging masc gen sg (doric aeolic) ὀρειβάτης mountain ranging masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορειβατώ — (Α ὀρειβατῶ, έω) [ορειβάτης] νεοελλ. εκτελώ αναβάσεις στα όρη, είμαι ορειβάτης αρχ. 1. διαβαίνω τα όρη («καὶ τραχύτητας ἀπίστους ὀρειβατεῑν εἰωθότες», Διόδ.) 2. περιπλανιέμαι στα όρη, βαδίζω στα όρη …   Dictionary of Greek

  • Μάλορι, Τζορτζ Λι — (George Herbert Leigh Mallory, Τσεσάιρ, 1886 – όρος Έβερεστ, 1924). Βρετανός ορειβάτης. Ήταν γιος ιερωμένου. Φοίτησε στο κολέγιο Γουίτσεστερ, όπου διδάχτηκε και αγάπησε την ορειβασία, και το 1905 πήγε στο κολέγιο Μάγκνταλεν στο Κέιμπριτζ για να… …   Dictionary of Greek

  • ὀρειβάταν — ὀρειβάτᾱν , ὀρειβάτης mountain ranging masc acc sg (epic doric aeolic) ὀρειβάτης mountain ranging masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρειβάτας — ὀρειβάτᾱς , ὀρειβάτης mountain ranging masc acc pl ὀρειβάτᾱς , ὀρειβάτης mountain ranging masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»